- ἐφορμάομαι
- ἐφορμάομαι1 rush upon
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.